καλλίπενθος

καλλίπενθος
καλλίπενθος, -ον (Μ)
αυτός που φέρει ένδοξο πένθος, ο ευλογημένος από τον θεό στο πένθος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + πένθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”